- κέρεος
- κέραςAër.neut gen sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέρεος — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κακτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cereus (< αρχ. ελλ. κηρός)] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
σαγκουάρος — και σαχουάρος, ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού κάκτου Cereus giganteus τού γένους κέρεος, που ανήκει στην οικογένεια κακτίδες, τής Βόρειας Αμερικής, το οποίο ανθίζει για πρώτη φορά σε ηλικία 50 75 ετών και μπορεί να ζήσει έως 200 περίπου χρόνια … Dictionary of Greek